- αμφήκης
- ἀμφήκης, -ες (Α)1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί να υπερασπίσει και το δίκαιο και το άδικο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + -ήκης < *ἄκος (βλ. λ. ἀκ- τ. 5, σ. 182, στίχ. α΄ και σ. 181 στίχ. β΄)πρβλ. και εὐήκης, νεήκης, ταναήκης].
Dictionary of Greek. 2013.